- υφάπτω
- ὑφάπτω, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπάπτω Α [ἅπτω]νεοελλ.1. (μόνον το μέσ.) υφάπτομαι(αμτβ.) έρχομαι σε επαφή με κάτι αποκάτω2. (εύχρ. κυρίως η μτχ. θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) η υφαπτομένη(ενν. γραμμή) μαθημ. η υποκάθετοςμσν.-αρχ.καίω, πυρπολώ κάτι από κάτωαρχ.1. μτφ. διεγείρω, εξάπτω κάπως («οἱ δὲ καλοὶ καὶ τοὺς ἄπωθεν θεωμένους ὑφάπτουσιν», ΚΔ)2. μέσ. (συν. με τη λ. δειρήν) δένω σχοινί κάτω από τον λαιμό μου και πνίγομαι.
Dictionary of Greek. 2013.